- ανταυγαστήρας
- οεξάρτημα λάμπας που ανακλά το φως προς ορισμένη κατεύθυνση, αμπαζούρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανταυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον φιλόλογο Παναγιώτη Φέρμπο, ως απόδοση του γαλλ. reverbere].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.